ἐνιαυσίῳ

ἐνιαυσίῳ
ἐνιαύσιος
of a year
masc/neut dat sg
ἐνιαύσιος
of a year
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενιαύσιος — α, ο και ενιαύσιος, ο (AM ἐνιαύσιος, ία, ον και ἐνιαύσιος, ον και δωρ. και βοιωτ. τ. ἐνιαύτιος, ία, ον) [ενιαυτός] 1. αυτός που διαρκεί ένα έτος (α. «ενιαύσια φυτά» β. «ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι εαυτήν», Παπαδ. γ. «ἐκεχειρίαν ἐποιήσαντο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”